Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Στο καφενείο…




Το καφενεδάκι ήταν ζεστό με την σόμπα να μπουμπουνίζει από τα ξερά ξύλα που έκαιγαν. Τα τραπέζια καμιά δεκαριά, με διάσπαρτους τους θαμώνες να πίνουν το καφέ τους ή το τσιπουράκι τους. Οι συζητήσεις χαμηλόφωνες. Που και που κάποιος που δεν μπορούσε να επιβληθεί ανέβαζε τον τόνο της φωνής τους για να τον ακούσουν οι άλλοι. Η κουβέντα γύρω από τις πολιτικές συζητήσεις και φυσικά τι άλλο από τη σπορά που είχε ξεκινήσει.


Κάθισα σ’ ένα τραπέζι και παρήγγειλα ένα καϊμακλίδικο βαρύ γλυκό να τον απολαύσω κλέβοντας λόγια από τις συζητήσεις. Τα καλύτερα γκάλοπ τα κάνεις στα καφενεία μου έλεγε ένα παλιός πολιτικός, μεταξύ μεζέ και τσίπουρου.


Όχι ρε Μήτσο. Δεν έκανες σωστά, άκουσα από το διπλανό τραπέζι. Θα χάσεις την επιδότηση.


Διακριτικά γύρισα το αυτί, σαν ραντάρ, προς την κατεύθυνση του τραπεζιού για να ακούω καλύτερα. Ο Μήτσος ένας νεαρός ηλιοκαμένος άνδρας, κρατούσε το τσιγάρο του και κοιτούσε τον ομοτράπεζο του, που ρουφούσε μια γρήγορη γουλιά από το τσίπουρο χώνοντας και στο στόμα του δυο τρία στραγάλια από τον μεζέ που σέρβιρε ο κάπελας.


Άκουσα για ώρα, την κουβέντα τους. Μιλούσαν για την παραγωγή τους, για το τι θα σπείρουν, πόσο θα τους στοιχίσει, αλλά και με ποιο τρόπο θα καταφέρουν να πάρουν αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ. Όλα τα είχαν βάλει στο τραπέζι. Τίποτα δεν τους ξέφευγε. Τέτοιο πλάνο ούτε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης δεν είχαν κάνει. Για να μην σας ζαλίζω με λεπτομέρειες, ο σκοπός της συζήτησης ήταν πως θα δουλέψουν λιγότερο και θα πάρουν περισσότερα.


Η πόρτα άνοιξε κι ένα παλικάρι, όχι μεγαλύτερος από τον Μήτσο, μπήκε μέσα στο καφενείο. Καλημέρισε τους πάντες, έλαβε τις καλημέρες του και πήγε στον κάπελα να του ζητήσει κάτι. Πήρε αυτό που ήθελε και χαιρετώντας πάλι όλους τους θαμώνες, βγήκε από την πόρτα. Ακολούθησε σιωπή σε όλα τα τραπέζια που ήταν γεμάτα. Ο φίλος του Μήτσου, φώναξε προς τον φίλο του.


Χάθηκε ο Βαγγέλης, τον έφαγαν οι νέες καλλιέργειες. Το γέλιο τράνταξε το μικρό καφενείο. Δεν κατάλαβα τι ήθελαν να πουν και γι’ αυτό πλήρωσα τον καφέ και βγήκα έξω μήπως τον προλάβω και τον ρωτήσω.


Ήμουν τυχερός γιατί εκείνη την ώρα έκλεινε το καπάκι της μηχανής κι ετοιμαζόταν να ανέβει στην καμπίνα του τρακτέρ του.


Καλημέρα πατριώτη, τον χαιρέτησα.


Καλημέρα και σ’ εσένα μου αντιγύρισε.


Να σε ρωτήσω κάτι, τον ρώτησα. Είμαι δημοσιογράφος κι άκουσα στο καφενείο ότι ασχολείσαι με νέες καλλιέργειες. Τι ακριβώς κάνεις;


Με κοίταξε με απορημένο ύφος, άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια ρουφηξιά και μου είπε.


Δεν έχω μεγάλο κλήρο, καμιά εικοσαριά στρέμματα όλα κι όλα. Είδα κι απόειδα πώς να βελτιώσω τα οικονομικά μου, παντρεύτηκα και πριν κάνα χρόνο, έψαξα και βρήκα κάποιες καλλιέργειες αρωματικών φυτών και πορεύομαι μ΄ αυτές. Έκανα κι ένα μικρό θερμοκήπιο για τα ζαρζαβάτια του σπιτιού, κι ότι περισσεύει το κατεβάζω στην λαϊκή. Δόξα τον Θεό, πάνε καλά τα πράγματα. Ξεχρέωσα ότι είχα στις τράπεζες, ζω με αξιοπρέπεια και στηρίζομαι μόνο στα χέρια μου και στον Θεό. Κουράστηκα με τις επιδοτήσεις και τις αποζημιώσεις. Δεν οδηγούν πουθενά. Μας έκαναν τεμπέληδες. Εγώ θέλω να δουλέψω, δεν με κουράζει η δουλειά. Νέος είμαι, αν δεν δουλέψω τώρα πότε θα δουλέψω μου λες.


Σ’ ευχαριστώ του είπα και κίνησα να φύγω.


Ξέρεις κάτι μου λέει. Βαρέθηκα να σκέφτομαι πώς να κάνω λαμογιά. Σκέφτομαι πως μπορώ να παράξω καλύτερα προϊόντα και πώς να τα προωθήσω στην αγορά. Αν σκεφτόντουσαν και οι άλλοι σαν και μένα δεν θα ερχόμασταν σ΄ αυτά τα χάλια σήμερα.


Γράφει ο Σπύρος Σιδέρης


Iznogood

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου